19.6.07

Αστερίξ & Μαστοροχώρια


Γέφυρες (δημ. Αγκίδα τεύχος 0)



Το χωριό χάνεται...
Οι αισθήσεις κι όλα, εξαγνισµένα!
Μπροστά µου, η φυγή...
Μια φυγή που µε ...βάραινε!
Και πίσω, η σιωπή...
Όχι γιατί δεν είχαν κάτι να πουν,
αλλά επειδή δεν ήταν ...εκεί!
Μπροστά µου ο δρόµος...
Ο δρόµος για κάτι µεγάλο, χωρίς ουσία, ίσως!
και πίσω ένας παράδεισος...
Ένας µικρός παράδεισος, χωρίς αγγέλους πια!


Το ταξίδι εδώ...
Να µε γεµίζει, όπως πάντα, συναισθήµατα και απορίες. Σαν τότε, που σχεδόν δεκάχρονο αγόρι στριφογύριζα στην ποδιά της γιαγιάς µου, στο πίσω κάθισµα κάποιου αυτοκινήτου, καθώς πηγαίναµε για το χωριό, και την έβαζα να µου λύνει τις πιο αφελείς µου απορίες.
-Γιατί φτιάχνουν τόσες πολλές γέφυρες γιαγιά;
-Για να ενώσουν τους τόπους γιόκα µου, τους τόπους και τους ανθρώπους.
-Κι είναι δύσκολο αυτό, γιαγιάκα µου;
-Να φτιάξεις γέφυρες; Όχι καµάρι µου, κι ο πάππος σου έφτιαχνε. Το δύσκολο είναι να ενώσεις τόπους. Τόπους αλλά ιδίως ...ανθρώπους!
Τότε µου είχε φανεί απλοϊκό...
Τώρα όµως;
Τώρα βλέπω τις ρυτίδες της γιαγιάς µου να ζαρώνουν πιο πολύ, στα λόγια αυτά. Τώρα βλέπω πολλούς τόπους και πάρα πολλούς ανθρώπους να αποζητούν γέφυρες!
Ίσως αυτό να λείπει τελικά! Ίσως αυτό να λείπει περισσότερο σ’ εµάς τους νέους που δε ζήσαµε εκεί, αλλά ζούµε παράλληλα κι εδώ κι εκεί!
Η γνώµη µου είναι ότι από τις συναντήσεις των νέων βγήκε κάτι υπέροχο, κάτι που πρέπει όλοι να το βοηθήσουµε. Να απελευθερώσουµε το µαστορικό DNA µας και να βάλουµε όσα λιθάρια περισσότερα µπορεί ο καθένας, για να φτιάξουµε µια πολυδιάστατη γέφυρα...
Να ενώσει τα χωριά µας, και εµάς µ’ αυτά!
Να φωτίσει τις καρδιές µας, ενώνοντάς τες!
Να ταξιδέψει τις φωνές µας!
Να γλυκάνει τις πληγές µας!
Ο Σύλλογος Νέων εκ Μαστοροχωρίων µπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα.
Μιά γέφυρα, για να πατήσουµε εµείς και οι επόµενοι.

Η πόλη επιστρέφει...
Την ώρα ακριβώς, που µε κόπο, την ...αποδέχτηκα ξανά!

18.6.07

Η ζωή της μνήμης (Αγκίδα τ. 0)



«Η απληστία των χλωµών προσώπων
θα τα καταβροχθίσει όλα,
ό,τι υπάρχει στη γη,
αφήνοντας πίσω µία τεράστια έρηµο.
Από δω και µπρος η ζωή τελείωσε.
Τώρα αρχίζει η επιβίωση.»
Aρχηγός των ερυθρόδερµων του Σηάτλ
Ζωή ή επιβίωση; Ζώντας µε το σύγχρονο τρόπο στη σύγχρονη µητρόπολη νιώθουµε ότι επιβιώνουµε, ότι δεν ζούµε, συµµετέχοντες σε ένα σχιζοφρενικό τρόπο ζωής, κατακερµατισµένοι στο χώρο και στον χρόνο. Αλλού η δουλειά, ελαστική, ανασφάλιστη, περιστασιακή, αλλού το σπίτι, τσιµέντο που αντικρίζει τσιµέντο, αλλού η διασκέδαση, προκάτ και παθητική.
Και γυρνάµε πίσω, πάνω από το ποτάµι, και νιώθουµε ότι η ζωή θα µπορούσε να ήταν αλλιώς. Όµως οι νόµοι της αγοράς και άλλα τέτοια ρήµαξαν τους τόπους όπου οι άνθρωποι δεν ήταν απρόσωποι, όπου η φύση δεν ήταν ένας µαραµένος βασιλικός στο µπαλκόνι, όπου το βλέµµα κοιτούσε ουρανό ή αστερίξ και όχι την κυρία στο απέναντι µπαλκόνι που εναγωνίως παρακολουθεί το εγγονάκι της να παίζει δίπλα στα κάγκελα.
Και έτσι κοινωνούµε και µεις σ΄ αυτό το µυστήριο ‘‘άλλο’’ κόσµο από παιδιά. Και τον κουβαλάµε µέσα µας σαν µία µικρή αόρατη βαλίτσα ονείρων και ζητάµε εκεί κάτω, στην τσιµεντένια έρηµο, να σµίξουµε, να ανταµώσουµε, να ‘‘κοινωνήσουµε’’ ο ένας µε τον άλλον ένα κοµµάτι αυτού του µαγικού κόσµου, της Εδέµ που ψυχορραγεί και όµως αντέχει και θα αντέχει γιατί δεν είναι ένας σωρός πέτρες αλλά ό,τι πιο επικίνδυνο και άναρχο στις µέρες µας· είναι µνήµη.

H ερήµωση του τόπου µας (σκεψη Αγκίδα 0)

Αν η ερήµωση του τόπου µας έµπαινε στο µικροσκόπιο των αιώνων εµείς οι άνθρωποι θα φαινόµασταν µικρά σχεδόν αόρατα ανθρωπάκια µπροστά στους αγέρωχους ογκόλιθους του Σµόλικα και του Γράµµου µε τα αιωνόβια δάση, να πηγαινοερχόµαστε σαν τα µυρµήγκια που τρέχουν όπου η επιβίωση το καλεί.
Ας πάψουµε να τρέφουµε αυταπάτες πως τάχα εµείς οι άνθρωποι είµαστε οι κυρίαρχοι και πως εµείς ορίζουµε τον τόπο. Απλά φιλοξενούµαστε! Κι ίσως ο τόπος να µας έδιωξε – κι όχι εµείς να τον εγκαταλείψαµε – γιατί του κάναµε τόσο κακό.
Γιατί ενώ µας δάνεισε τη γη του για να µας ταΐσει, τα δέντρα του για να µας ζεστάνει, το οξυγόνο του για να µας ζήσει εµείς του το ανταποδώσαµε µε τον πόλεµο, την φωτιά, την καταστροφή, το µίσος και το εγωκεντρικό συµφέρον. Κι είναι σαν να µας λέει θα σας αφήσω να έρθετε πάλι κοντά µου, αρκεί να γίνετε καλύτεροι. Αλλιώς πάντα θα σας διώχνω και θα σας στέλνω σ’ εκείνες τις πολιτείες – κελιά.
Ας µην λυπόµαστε λοιπόν εµείς για τον τόπο µας, αλλά να λυπόµαστε για τον εαυτό µας. Γιατί έτσι κι αλλιώς αυτός θα υπάρχει ακόµα κι όταν εµείς θα έχουµε φύγει...

14.6.07

Άρθο για τις φωτιές στην περιοχή μας


Κι όλα µοιάζουν ένα τίποτα!
Οι φλόγες ήρθαν από το Αλβανικό. Όπως κι ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος.
Σφίξιµο στο στοµάχι. Κρύος ιδρώτας µε περιλούζει στη σκέψη του να καεί το δάσος. Σαν φιλµ αρχίζουν να περνούν από µπροστά µου όλες οι παιδικές αναµνήσεις, όλα όσα έζησα µέσα σ’ αυτό. Γιατί µεγάλωσα θεωρώντας το δάσος αναπόσπαστο κοµµάτι του χωριού µου. Η µία εικόνα διαδέχεται αστραπιαία την άλλη: Βρίσκοµαι νοερά στο πανηγύρι του Άη Λια στον Ιζερό, στο Γκόλιο, για πικ νικ κάτω από τις δροσερές οξιές στο Βαρτζοµπάνι, ν’ ανάβω τα καντήλια στον Άη Θανάση. Κι από εκεί στις πλαγιές του Γράµµου. Και ξεπηδούν δίπλα µου αγριογούρουνα, ζαρκάδια και καφέ αρκούδες. Κάθε ανάµνηση από το χωριό περιλαµβάνει και το δάσος, το φυσικό αυτό πλούτο της βόρειας Πίνδου για τον οποίο νιώθω υπερήφανα.
Οι εικόνες τις τηλεόρασης µε επαναφέρουν στην πραγµατικότητα. Ο Γράµµος πληγώθηκε βαθιά. Στο πιο δυνατό του σηµείο. Το ανεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον. Εβδοµήντα χιλιάδες στρέµµατα πλούσιας δασικής έκτασης και το οικοσύστηµά του στην πλευρά της Μακεδονίας (κεντρικός και ανατολικός Γράµµος) και χίλια τριακόσια στρέµµατα µαύρης ελάτης (µέχρι τη στιγµή που γράφονται αυτές οι γραµµές) στον Αµάραντο, έγιναν στάχτη. Το µόνο που µπορώ να ψελλίσω είναι λίγα λόγια ταπεινής ικεσίας στην Παναγία για να µην γίνουν περισσότερα. Μία τεράστια οικολογική καταστροφή συντελείται.
Εξακόσια περίπου χλµ. µακριά. Νιώθω ότι δεν µπορώ να προσφέρω τίποτα.
Δεν είναι όµως αλήθεια. Η πρόληψη είναι ίσως η καλύτερη λύση για την προστασία του δάσους. Κι αναρωτιέµαι. Τι έχω κάνει για να µη γίνει το κακό; Τι έκαναν όλοι οι υπεύθυνοι φορείς;
Πίεσα αρκετά τους υπεύθυνους να οργανώσουν την προστασία του δάσους; Τους πίεσα να φτιάξουν αντιπυρικές ζώνες, να καθαρίσουν τους δρόµους, να προµηθευτούν υδροφόρες, να φτιάξουν πυροσβεστικούς κρουνούς, πυροσβεστικές φωλιές και δεξαµενές; Τους πίεσα να παρατηρούν το δάσος ανά τακτά χρονικά διαστήµατα ή να το καθαρίσουν από τις επικίνδυνες νάρκες και τα βλήµατα; Δούλεψα εθελοντικά για να το προστατεύσω;
Μοιραία έρχεται και η επόµενη σκέψη. Σ’ αυτό τον τόπο έχουµε ζήσει πολλά δεινά. Και τα έχουµε ξεπεράσει. Το δάσος επιβίωσε µέσα σε τόσες εθνικές συµφορές (Ελληνοϊταλικός πόλεµος, εµφύλιος) και µας κληροδοτήθηκε ως µεγάλη φυσική κληρονοµιά από τους παππούδες µας.
Τελικά τι είναι το χωριό; Είναι µόνο τα σπίτια, οι άνθρωποι και τα πανηγύρια του καλοκαιριού; Όπως προστατεύουµε την ατοµική ιδιοκτησία το ίδιο οφείλουµε να προστατεύουµε και τη φυσική κληρονοµιά του τόπου µας. Η νέα γενιά οφείλει να µάθει ότι η προστασία του δάσους πρέπει να γίνει προτεραιότητα όλων µας.
Γιατί ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΔΑΣΟΣ, όλα µοιάζουν ένα ΤΙΠΟΤΑ!